Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω  



μεταξωτά, τά


Ερμηνεία:

[μεταξωτός, -ή, -ό (αυτός που έχει υφανθεί από μετάξι δηλαδή από κλωστές που παράγει το κουκούλι του μεταξοσκώληκα)]



Ετυμολογία:

[< η μέταξα (άγνωστη ετυμολογία) <το μετάξιον(Ελληνιστική κοινή) < το μετάξι (το υποκοριστικό του μεταξίου) < μεταξωτός (από μετάξι)]

Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:

.... τριακοντοῦτις γυνή, μὲ λαμπρὰν περιβολήν, καὶ κόκκινα μεταξωτ ὑποκάμισα,  [σπρη σν τὸ χιόνι (1907)]



Συνώνυμα:





© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών


Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.: